χρηματιστής

χρηματιστής
ο, ΝΑ [χρηματίζω]
νεοελλ.
πρόσωπο που ασχολείται με χρηματιστηριακές εργασίες και, σύμφωνα με τον νόμο, θεωρείται έμπορος που ασκεί δημόσιο λειτούργημα
αρχ.
1. αυτός που ασχολείται με τον προσπορισμό χρημάτων
2. (στην Αίγυπτο) δικαστής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρηματιστής — money getter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστής — ο 1. αυτός που κάνει χρηματιστηριακές εργασίες. 2. μεσίτης ή αντικριστής του χρηματιστηρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρηματισταῖς — χρηματιστής money getter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισταί — χρηματιστής money getter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστοῦ — χρηματιστής money getter masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστῇ — χρηματιστής money getter masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστήν — χρηματιστής money getter masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστῶν — χρηματιστής money getter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστάς — χρηματιστά̱ς , χρηματιστής money getter masc acc pl χρηματιστά̱ς , χρηματιστής money getter masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”